Βloomberg: Οι αιτίες της πτώσης της Thomas Cook και η δικαιολογημένη οργή

24/9/2019
Κανείς δεν περίμενε κανένα ιδιαίτερα λαμπρό μέλλον για τον όμιλο Thomas Cook, την βρετανική εταιρεία πακέτων διακοπών η οποία υπέβαλε αίτηση χρεοκοπίας τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο η επιχείρηση συνετρίβη με πάταγο στο έδαφος πέφτοντας από ψηλά είναι συγκλονιστικός.

Αντί να εισέλθουν σε διαδικασίες προστασίας από τους πιστωτές και να προσπαθήσουν να σώσουν έστω ένα τμήμα της 178ετούς επιχειρηματικής της δραστηριότητας μέσα από τα συντρίμμια, οι διοικούντες έβαλαν αμέσως πωλητήριο και την οδηγούν άμεσα σε διάλυση και εκκαθάριση.

Αυτό δεν είναι η συνήθης πρακτική. Σε μια τυπική διαδικασία χρεοκοπίας, οι διοικούντες προσπαθούν να διατηρήσουν την εταιρική δραστηριότητα, ενώ οι δανειστές της εταιρείας ανταλλάσσουν το χρέος τους με μετοχές προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές τους. Για τους εργαζόμενους και για τους πελάτες που θα προστατευτούν μέσω κρατικών πόρων (ή μέσω ιδιωτικά χρηματοδοτούμενων από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου προγραμμάτων, όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο), η διαφορά μεταξύ των δύο μορφών χρεοκοπίας δεν είναι μεγάλη. Μια τέτοια διαδικασία "ήπιας" χρεοκοπίας, όμως, θα είχε ουσιαστική διαφορά για τους πιστωτές χωρίς εξασφαλίσεις, όπως οι προμηθευτές, οι άλλοι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι δανειστές χαμηλότερης διαβάθμισης.

Εκείνοι στους οποίους χρωστά η Thomas Cook έχουν δίκιο να είναι εξοργισμένοι

Αντίθετα, η Thomas Cook παύει κάθε εταιρική δραστηριότητα άμεσα και όλα τα περιουσιακά στοιχεία της θα βγουν στον πλειστηριασμό για την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της έναντι των βασικών δανειστών της.

Η τελευταία εξέχουσας οικονομικής σημασίας εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο που κατέφυγε σε υποχρεωτική εκκαθάριση με αυτόν τον τρόπο ήταν ο όμιλος υπηρεσιών και κατασκευών Carillion, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί το 2018. Αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο μια παραδοχή ότι δεν υπήρχε τίποτα να σωθεί μέσα από τη διαδικασία της χρεοκοπίας - τα βασικά assets της εταιρείας ήταν αναμενόμενες πληρωμές για συμβάσεις οι οποίες δεν θα ήταν ποτέ επαρκείς για την κάλυψη των υποχρεώσεών της.

Αυτό στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να ισχύει για έναν ταξιδιωτικό οργανισμό. Η Thomas Cook διέθετε αεροσκάφη και ανταλλακτικά συνολικής αξίας 553 εκατομμυρίων λιρών στερλίνων (690 εκατ. δολ.) καταγεγραμμένα στον ισολογισμό της στα τέλη Μαρτίου, συν 688 εκατομμύρια λίρες σε μετρητά και 956 εκατομμύρια λίρες σε πληρωτέες προς αυτήν οφειλές. Ενώ τα κεφάλαια κίνησής της είχαν αρνητικό πρόσημο, με βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερες των βραχυπρόθεσμων περιουσιακών της στοιχείων, αυτή δεν είναι παρά μια σχετικά φυσιολογική και ενδεχομένως "ενάρετη" κατάσταση για μια ταξιδιωτική εταιρεία που παίρνει χρήματα από τουρίστες προτού να είναι αναγκασμένη να πληρώσει για τις διακοπές τους.

Πιο συγκεκριμένα, η εταιρεία εξακολουθούσε να έχει καταγεγραμμένα 1,96 δισ. λίρες σε άυλα περιουσιακά στοιχεία, που ισοδυναμούν με περίπου τα δύο πέμπτα της συνολικής θέσης ενεργητικού της. Το ποσό αυτό είναι εντελώς άχρηστο τώρα, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι οι ελεγκτές της Ernst & Young υπέγραψαν την συγκεκριμένη εκτίμηση μόλις τον Μάιο, σημειώνοντας ταυτόχρονα μια αβεβαιότητα σχετικά με το εάν η εταιρεία θα μπορούσε να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Είναι εξαιρετικά περίεργο, εάν πιστέψει κανείς σε αυτή την αξιολόγηση, μέσα στους επόμενους τέσσερις μήνες τα πράγματα να επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που η Thomas Cook να πρέπει να διαλυθεί και να πουληθεί για παλιοσίδερα.

Ένα πιο κατατοπιστικό στοιχείο μπορεί να προέλθει από την εξέταση του εποχιακού ημερολογίου. Οι ταμειακές ροές της Thomas Cook πραγματοποιούσαν παραδοσιακά ζιγκ-ζαγκ από εποχή σε εποχή του χρόνου, με τα χρήματα να αυξάνονται κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών μέχρι και τον Σεπτέμβριο και να απομειώνονται ξανά κατά την περίοδο μέχρι τον Μάρτιο. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν από το σημείο - ζενίθ, κατά το οποίο σχεδόν το σύνολο των προμηθευτών τουριστικών υπηρεσιών αρχίζουν να "ρυθμίζουν" τους λογαριασμούς τους. Αυτό το πλήθος επαγγελματιών είναι ιδιαίτερα πιθανό να αφεθεί ακάλυπτο με βάση τις τελευταίες εξελίξεις. (Το έχουμε ξαναδεί: η Monarch Airlines Ltd., βρετανική αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους η οποία κατέρρευσε το 2017, κατέφυγε σε διαδικασίες εκκαθάρισης στις 2 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς).

Η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί, ήταν σαφέστατα δύσκολη. Η Fosun International προσπαθούσε εδώ και μήνες να επιτύχει την οριστικοποίηση ενός πακέτου διάσωσης που θα της παρείχε τον έλεγχο του ταξιδιωτικού πρακτορείου και ένα μερίδιο μειοψηφίας στην αεροπορική εταιρεία, προκειμένου να μπορεί να είναι ταυτόχρονα συμμορφωμένη με τους κανόνες περί ξένης ιδιοκτησίας για τους μεταφορείς. Τα hedge funds προσπάθησαν να εμποδίσουν το σχέδιο διότι, σε περίπτωση εφαρμογής και επιτυχίας του, θα έχασαν τις πληρωμές από τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (credit-default swaps). Οι τραπεζικοί πιστωτές, από την πλευρά τους, δεν είχαν καμία διάθεση να αναλάβουν οι ίδιοι το βάρος χρηματοδότησης του σχεδίου διάσωσης.

Υπό μία έννοια, ο θάνατος της Thomas Cook ήταν απλώς το καθυστερημένο αποτέλεσμα ενός ξεπερασμένου επιχειρηματικού μοντέλου, που έχει χάσει τη δυναμική του εξαιτίας της σύγχρονης συνήθειας των παραθεριστών να πραγματοποιούν τις κρατήσεις πτήσεων και καταλυμάτων ατομικά μέσω Διαδικτύου και όχι πια μέσω ενός ενιαίου πακέτου που αγοράζεται σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο στο κέντρο της πόλης τους.

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, πριν από έναν χρόνο, η εταιρεία είχε κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη του 1 δισεκατομμυρίου λιρών. Και τέσσερις μήνες πριν από εκείνο το χρονικό σημείο, η κεφαλαιοποίηση ξεπερνούσε τα 2 δισ. λίρες. Αντί να πλησιάσει στον διάδρομο προσγείωσης, η επιχείρηση πραγματοποίησε "βουτιά" από τον ουρανό στο έδαφος. Οι "πιλότοι" στην αίθουσα συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Thomas Cook οφείλουν να απαντήσουν γιατί τα πράγματα έπρεπε να λήξουν με αυτόν τον καταστροφικό, συντριπτικό τρόπο.

Πηγή: Capital.gr