Η “ακτινογραφία” της φτώχειας στην Ελλάδα

18/10/2022
Σήμα κινδύνου για τα θέματα κοινωνικού αποκλεισμού εξέπεμψε το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας παρουσιάζοντας, χθες ,σε ειδική εκδήλωση, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για την Εξάλειψη της Φτώχειας, την τέταρτη Αναφορά του. Είναι ουσιαστικά μια καταγραφή που συντάσσει το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, όπου παραθέτει στατιστικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, τάσεις για τη φτώχεια, μέτρα που απαιτούνται για τη μείωσή της και εστιάζει, επίσης, στην καταγραφή και αξιοποίηση της εμπειρίας των οργανώσεων-μελών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων.


Φέτος 24 οργανώσεις από όλο το φάσμα της κοινωνίας πολιτών συμμετείχαν στην έρευνα που παρουσιάστηκε από τους υπεύθυνους του Ελληνικού Δικτύου (7 Ιουνίου έως τις 15 Ιουλίου 2022 βάσει ερωτηματολογίου) σε συνδυασμό με στοιχεία που επικεντρώνονται στην κοινωνική κρίση και ανισότητα που προκύπτει τόσο από την πανδημία COVID-19 όσο και από τις συγκρούσεις στη γειτονιά της Ευρώπης.


Όπως τόνισε η Παναγιώτα Αρβανίτη Πρόεδρος του Ελληνικού Δικτύου αποτελεί “πολιτική επιλογή η καταπολέμηση της φτώχειας” σημειώνοντας ότι μέσα από τις καταγραφές και τα συμπεράσματα φαίνεται ότι τα πράγματα επιδεινώνονται. Εστίασε ,δε, στο ψηφιακό χάσμα που πλέον αποτελεί μια βασική παράμετρος των ζητημάτων φτώχειας, όπως και η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.


Η Πρόεδρος, μάλιστα του Ελληνικού Δικτύου παρέθεσε τις τρεις αρχές, όπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει σύγκλιση ως προς τη διαμόρφωση πολιτικών αντιμετώπισης της φτώχειας. Όπως είπε


Η πολιτική πρέπει να σχεδιάζεται με βάση τις ανάγκες όλων.

Η ψηφιοποίηση δεν θα πρέπει να είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τις υπηρεσίες π.χ. για μεγάλους σε ηλικία και για άστεγους ενώ θα πρέπει να είναι επιλογή κι όχι υποχρέωση.

Θα πρέπει να εξασφαλιστεί αξιοπρεπείς εισόδημα και αμοιβές για όλους που να καλύπτει τον πληθωρισμό. “Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αξιοπρεπής διαβίωση είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων” τόνισε η κα Αρβανίτη.


Χειροτερεύει η κατάσταση


Ο Σπύρος Ψύχας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας από την πλευρά του σημείωσε ότι η πρόσφατη μελέτη που παρουσίασε τον Ιούλιο η ΕΛΣΤΑΤ για τα εισοδήματα των νοικοκυριών αποτελεί μια αποτύπωση αλλά δεν καλύπτει απόλυτα την πραγματικότητα.


“Πχ ενα ποσοστό ετων πολύ φτωχών εκφεύγουν των καταγραφών. Επίσης εάν καταγραφούν όσοι ζουν σε συλλογική κατοικία, π.χ, στρατόπεδα, γηροκομεία, ιδρύματα κτλ τότε θα επηρεαστούν τα πραγματικά ποσοστά τη φτώχειας.” Όπως σημείωσε με βάση και την Κομισιόν στα 90 εκατομμύρια εκτιμώνται φέτος οι φτωχοί στην Ευρώπη. “Όμως φέτος είναι άδηλο τι συμβαίνει” σημείωσε ο κ. Ψύχας αναφερόμενος και στη συγκυρία του πληθωρισμού.


“Υπάρχει αύξηση ποσοστού φτώχειας” τόνισε ο κ. Ψύχας και υπογράμμισε ότι “όταν έχουμε μια στατιστική επιβεβαίωση τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι τα πράγματα χειροτερεύουν. Με την αύξηση της στατιστικής καταγραφής, ουσιαστικά φαίνεται μια συνολική επιδείνωση, Μεγάλο, επίσης, είναι το θέμα της διαβίωσης σε νοικοκυριά με χαμηλή έντασης εργασίας π.χ, με μερική απασχόληση. Επίσης υπάρχουν πολλά νοικοκυριά με στέρηση σε βασικά αγαθά, που δεν τρέφονται σωστά, δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, δεν έχουν ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, δεν έχουν χρήματα για μια έκτακτη επίσκεψη σε γιατρό”.


Εστιάζοντας στα θέματα διατροφής σημείωσε ότι με βάση την ΕΛΣΤΑΤ πάνω από 600.000 Έλληνες αντιμετώπισαν πρόβλημα τροφής, ενώ 156.000 Ελληνες πεινάνε, δηλαδή, δεν τρώνε για μια μερα την εβδομαδα ή δεν έχουν φάει αν και πεινάνε.


Επίσης σημείωσε ότι 3.090.000 είναι στα όρια της φτώχειας τονίζοντας ότι το όλο ζήτημα δεν είναι θέμα γενικού ενδιαφέροντος αλλά επείγουσας παρέμβασης. Παράλληλα υπογράμμισε στο 32% είναι ο κίνδυνος εισοδηματικής φτώχεια στα παιδιά που μάλιστα “βιώνουν περισσότερη φτώχεια σε σχέση με τους ενήλικες.”


“Κρυφή φτώχεια”


Από την πλευρά της η Μαντώ Μπαμπούλα, Υπεύθυνη Επικοινωνίας του Δικτύου ανέφερε ότι “τα στοιχεία που περιλάβαμε στην αναφορά δεν μπορούν να αποτυπώσουν όλες τις διαστάσεις της φτώχειας ούτε το τι συμβαίνει σε όλες τις ευάλωτες ομάδες και στον φτωχότερο γενικό πληθυσμό. Η κοινωνική πραγματικότητα άλλωστε είναι πάντοτε διαφορετική από τους αριθμούς και τις στατιστικές. Η αναφορά επομένως μπορεί να προσφέρει μόνο μια ενδεικτική εικόνα φωτίζοντας όψεις της φτώχειας. Μόνο μια επίμονη και ευαίσθητη ματιά για το πώς ζουν και πώς νοιώθουν οι άνθρωποι γύρω μας, μπορεί να μας καθοδηγήσει στο να κατανοήσουμε το τι πραγματικά συμβαίνει.”


“Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλ. χωρίς να υπολογίζονται στο συνολικό εισόδημα οι συντάξεις και τα κάθε είδους επιδόματα) φθάνει το 48,2%!” ανέφερε η κ. Μπαμπούλα προσθέτοντας ότι: “Χωρίς τις συντάξεις ο κίνδυνος φτώχειας θα ήταν κατά 23,5% μεγαλύτερος και χωρίς τα επιδόματα κατά 5,1%. Με αυτό το στοιχείο αντιλαμβανόμαστε ότι επιδόματα και οι συντάξεις μειώνουν κατά 28,6% τον κίνδυνο φτώχειας και επομένως παίζουν καίριο ρόλο στην πρόληψη.”

Όπως τόνισε η κα Μαμπούλα, “ένας επιπλέον δείκτης που αφορά την εισοδηματική κατάσταση όσων ζουν κάτω από το κατώφλι-όριο της φτώχειας, είναι το χάσμα ή βάθος του κινδύνου φτώχειας. Αυτό υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του ορίου της φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχού πληθυσμού, ως ποσοστό επί του ορίου της φτώχειας. Δηλαδή αποτελεί μια ένδειξη για το πόσο χαμηλότερα εισοδήματα έχουν όσοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Για το 2021 το χάσμα-βάθος κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 26,4% του κατωφλιού του κινδύνου της φτώχειας. Με βάση αυτό εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών έχουν εισόδημα μικρότερο από το 73,1% του ορίου (δηλ. τα 5.251 ευρώ), δηλ. λιγότερα από 3.838 ευρώ ετησίως το άτομο.”

Παράλληλα η υπεύθυνη επικοινωνίας του Δικτύου τόνισε ότι “λατά δήλωση της ΕΛΣΤΑΤ οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές (όπως άστεγοι, μη νόμιμοι μετανάστες, Ρομά που αλλάζουν τόπο διαμονής και άλλοι μετακινούμενοι πληθυσμοί- που δεν έχουν σταθερή στέγη) υπο-αντιπροσωπεύονται στην έρευνα.”

Προσέθεσε, δε, ότι “τα ποσοστά της φτώχειας άρχισαν να αυξάνονται δραματικά μετά το 2010 αντανακλώντας τις συνθήκες της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης: η σχετική φτώχεια (τρεις δείκτες) ήταν 27,7% το 2010, 31% το 2011, 34,6% το 2012, 35,7% το 2013 και έφθασε το 36% το 2014. Ακολούθησε μία ελαφρά μείωση, έφτασε το 35,7% το 2015, το 35,6% το 2016, το 34,8% το 2017, το 31,8% το 2018, το 30,0% το 2019 και το 28,9% το 2020.

Είναι ωστόσο εντυπωσιακό ότι ολόκληρη τη δωδεκαετία που πέρασε το ένα τρίτο περίπου του συνολικού πληθυσμού επιβίωσε σε συνθήκες κινδύνου φτώχειας ή αποκλεισμού με βάση τα επίσημα στοιχεία. Αυτό υποδηλώνει ότι η φτώχεια ήταν σταθερό πρόβλημα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ότι άρχισε να υποχωρεί μόλις τα έτη 2017-2019. Για το ίδιο το 2020 που είχαμε μεγάλη μείωση εισοδημάτων λόγω της πανδημίας, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η σχετική φτώχεια αρχίζει και πάλι να αυξάνεται.

Να σημειώσουμε ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα είναι σταθερά η δεύτερη μετά τη Βουλγαρία χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού όλα τα χρόνια από το 2015 μέχρι και το 2021 (όπως ακριβώς και με την υλική στέρηση).”

Τα παιδιά

Με βάση, δε, την Αναφορά ο κίνδυνος φτώχειας (μόνο με εισοδηματικά κριτήρια) για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (συνήθως αυτός ονομάζεται «παιδική φτώχεια») είναι 23,7%. Στον ευαίσθητο αυτό τομέα σημειώθηκε αύξηση κατά 2,3 μονάδες από το 2020 (21,4%) ενώ η παιδική φτώχεια είχε ήδη αυξηθεί κατά 0,3 μονάδες από το 2019. Δεν είναι τυχαίο ότι το 7,5% των παιδιών ζει σε νοικοκυρά με χαμηλή απασχόληση (άρα και χαμηλά εισοδήματα) έναντι 13,6% των ενηλίκων.

Το συμπέρασμα είναι ότι σχεδόν ένα στα τέσσερα παιδιά ηλικίας ζει σε νοικοκυριό με κίνδυνο φτώχειας και ένα στα τρία σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα είναι έντονη, επαναλαμβανόμενη και χειροτερεύει και ότι βρισκόμαστε σε πολύ δυσμενέστερη θέση από τον μέσο όρο στην Ευρώπη, όπου ένα στα πέντε παιδιά ζει στη φτώχεια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την Αναφορά του Δικτύου, μέχρι το καλοκαίρι του 2022 η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Εθνικό Σχέδιο Δράσης, το οποίο κάθε κράτος-μέλος όφειλε να καταρτίσει και να καταθέσει για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και την ενίσχυση των δικαιωμάτων των παιδιών - ιδιαίτερα όσων ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες. Με βάση τη Σύσταση (ΕΕ) 2021/1004 του Συμβουλίου.


Προτάσεις


Το Δίκτυο πάντως προχώρησε σε συστάσεις και προτάσεις που διατύπωσε όπως:


Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ουσιαστικά αποτελεί ένα επίδομα απορίας. Το ύψος του θα πρέπει να αυξηθεί και να αναπροσαρμοστεί με βάση το ετήσια οριζόμενο κατώφλι της φτώχειας, να διευρυνθεί όσον αφορά τον αριθμό των ωφελούμενων, να αρθούν τα εμπόδια για υποβολή αιτήματος (κατάλληλη ενημέρωση και τεχνική υποστήριξη όσων αποκλείονται, αλλαγή κριτηρίων ειδικά για τις μικρές ιδιοκτησίες, να λαμβάνονται υπόψη εκθέσεις κοινωνικών υπηρεσιών).


Οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε να μπορούν να προσφέρουν συνοδευτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους του επιδόματος.


Μεγάλη υστέρηση έχει η χώρα μας στην αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας. Χρειάζεται να υιοθετηθούν οικογενειακές πολιτικές, που υποστηρίζουν φτωχά νοικοκυριά με παιδιά, ειδικά μάλιστα αν τα παιδιά διαβιούν σε σπίτι με χαμηλή απασχόληση και συνθήκες συνωστισμού.


Επιπλέον χρειάζονται οι παρεμβάσεις ανά κατηγορία ευάλωτου πληθυσμού για τη βελτίωση της πρόσβασης των παιδιών στην εκπαίδευση, την κοινωνική φροντίδα και σε ιατρικές και οδοντιατρικές υπηρεσίες.


Η αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής των πιο φτωχών παιδιών μπορεί να γίνει με την καταπολέμηση της ανισότητας και την ενδυνάμωση των θεσμών κοινωνικοποίησης (οικογένειας και σχολείου).


Στον τομέα της στέγης σημειώνεται μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης, αύξηση του ποσοστού των ενοικιαστών, και έντονες αυξήσεις των ενοικίων. Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των νοικοκυριών που προσπαθούν να διασώσουν την πρώτη κατοικία τους από πλειστηριασμούς και κατασχέσεις σε περίοδο ραγδαίας μείωσης των εισοδημάτων. Ο νέος πτωχευτικός νόμος δεν δίνει πολλές δυνατότητες και οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί με τις τράπεζες για ρύθμιση δανείων έχουν ελάχιστα προχωρήσει. Επομένως η εφαρμογή αυτού του νόμου θα έπρεπε να δώσει περισσότερο χρόνο στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Ο Οργανισμός Απόκτησης των ακινήτων που θα κατασχεθούν, θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να είναι δημόσιος και μη κερδοσκοπικός. Είναι θετικό ότι έχει αρχίσει η δημόσια συζήτηση για την αξιοποίηση των κενών-αχρησιμοποίητων κατοικιών και την εισαγωγή του θεσμού της κοινωνικής κατοικίας όπως και για τη χορήγηση χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων.


Στον τομέα της υγείας δυσκολεύεται η πρόσβαση στο δωρεάν δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο αντιμετωπίζει ελλιπή χρηματοδότηση, ελλείψεις προσωπικού, εξοπλισμού και αναλώσιμων. Τα περιφερειακά νοσοκομεία των πιο φτωχών περιοχών της χώρας αντιμετώπισαν τα μεγαλύτερα προβλήματα την περίοδο της πανδημίας. Το ΕΣΥ θα πρέπει να ενισχυθεί, διότι η τρέχουσα πραγματικότητα αναπαράγει την ανισότητα και οι φτωχότεροι δεν μπορούν να ανατρέξουν σε ιατρικές υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα.


Οι επιμέρους εθνικές στρατηγικές ανά τομέα ή ανά ευάλωτη κοινωνική ομάδα είναι επιτακτικό να εξειδικευτούν άμεσα και να αποκτήσουν νόημα με νομικές ρυθμίσεις, εφαρμόσιμα μέτρα και διάθεση πόρων.


Στον τομέα της αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας προτείνονται μέτρα διαμόρφωσης των τιμών στην πηγή με βάση το πραγματικό κόστος παραγωγής. Το χρηματιστήριο της ενέργειας ή θα λειτουργήσει με άλλους όρους ή θα βαθύνει περισσότερο τη φτώχεια του γενικού πληθυσμού και όχι μόνο των ευάλωτων νοικοκυριών.